ιουστινιάνειος

ιουστινιάνειος
-α, -ο
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αυτοκράτορα του Βυζαντίου Ιουστινιανό (6ος αι.): Ιουστινιάνεια νομοθεσία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ιουστινιάνειος — α, ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αυτοκράτορα τού Βυζαντίου Ιουστιανιανό Α ή έγινε από αυτόν («ιουστινιάνεια νομοθεσία» το σύνολο τών νομοθετικών συλλογών που καταρτίστηκαν την εποχή τού αυτοκράτορα Ιουστινιανού Α ). [ΕΤΥΜΟΛ. < το λατ.… …   Dictionary of Greek

  • αγωγικός — ἀγωγικός, ή, όν (Α) μόνο στο ουδέτερο «ἀγωγικά», στη φρ. «τῶν λεγομένων ἀγωγικῶν, ἤτοι παραπομπικῶν», τών χρημάτων που καταβάλλονται στην παραπομπή, τη συνοδεία (Ιουστινιάνειος Κώδικας 10, 30, 4) …   Dictionary of Greek

  • κώδικας — Χειρόγραφο βιβλίο το οποίο χρησιμοποιούσαν κυρίως πριν από την εφεύρεση της τυπογραφίας. Ο όρος προέρχεται από τη λατινική λέξη caudex (αργότερα codex), που αρχικά σήμαινε κορμό δέντρου και γενικότερα ξύλο, και κατέληξε να δηλώνει κατά τη ρωμαϊκή …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… …   Dictionary of Greek

  • ρωμαϊκό δίκαιο — Κατά τη στενότερη εκδοχή ο όρος «ρωμαϊκό δίκαιο» δηλώνει το νομικό σύστημα που διαπλάστηκε από την ίδρυση της Ρώμης (8ος αι. π.X.) έως το έτος 565 μ.Χ. (χρονολογία του θανάτου του Ιουστινιανού). Από άποψη γενικότερης ιστορικής σημασίας, το ρ.δ.… …   Dictionary of Greek

  • κώδικας — ο (λ. λατ.) 1. συλλογή νόμων: Υπάρχει ο ιουστινιάνειος κώδικας. 2. σύστημα αρχών και κανόνων που αναφέρονται σε κάποιο θέμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”